Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

:: 5 Ιουνιου 2008 – Παγκοσμια Ημερα Περιβαλλοντος: Ημερα «Μνημης» & «Αναμνησης» :: {Μεμα Σταθοπουλου, Ιουνιος 2008}




«Εκεί που βλέπεις τώρα ένα σύννεφο πυκνό, είχε κάποτε ουρανό, απέραντο και γαλανό. Εκεί που βλέπεις τώρα σκουπιδοτενεκέδες ήταν κάποτε παρτέρια με ζουμπούλια και πανσέδες. Εκεί που βλέπεις τώρα πολυκατοικίες, είχε κάποτε ακακίες. Εκεί που βλέπεις τώρα άσφαλτο και οικοδομές ήταν κάποτε νεροσυρμές. Ας φαινόταν ξαφνικά μία άσφαλτος μηχανές, ας γινότανε το τώρα χθες.»


Ρεπορτάζ:
Μέμα Σταθοπούλου



Με το ποίημα που μόλις προηγήθηκε υπέγραψε ο κ. Ευγένιος Τριβιζάς την δική του άποψη για την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, στον ραδιοφωνικό σταθμό City 99,5.

Ένα χρόνο, σχεδόν, μετά τις πυρκαγιές του Αυγούστου του 2007, που έπληξαν τον Νομό Ηλείας, αλλά και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου και της Εύβοιας, υποδεχόμαστε την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος με καταστροφές που ξεπερνούν τα 2.000.000 στρέμματα.

«Ο Νομός Ηλείας, αλλά και ο δήμος Σκιλλούντος την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος την υποδέχτηκε με λύπη. Με λύπη για ό,τι έχασε το προηγούμενο καλοκαίρι. Για τα σπάνια είδη χλωρίδας που μάλλον έχασε οριστικά η περιοχή μας. Για τις απίστευτες φυσικές ομορφιές που πλέον δεν έχει. Κυρίως όμως, για την απομάκρυνση από τον τόπο μας, μετά τις καταστροφές, όχι μόνο των νέων ανθρώπων που αναζητούν απασχόληση αλλού, αλλά και πάρα πολλών ειδών πανίδας. Η καταστροφή έφερε τον μαρασμό, την υποβάθμιση, την φτώχεια και την ερημοποίηση περιοχών που φημίζονταν για την ποιότητα των δασών και των περιοχών ιδιαίτερου φυσικού κάλους. Ως δήμος, έχουμε βάλει στοίχημα να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, ώστε να μην ζήσουμε ποτέ ξανά τέτοια τεράστια καταστροφή! Και έτσι, να γιορτάζουμε με τον καλύτερο τρόπο και να τιμούμε την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος!» δηλώνει ο δήμαρχος Σκιλλούντος, κ. Σάκης Μπαλιούκος, προσπαθώντας να αποτυπώσει την μέγιστη καταστροφή που θα μπορούσε να υποστεί ο τόπος αυτός.

Όταν η Σύνοδος του ΟΗΕ στην Στοκχόλμη το 1972 θέσπιζε την 5η Ιουνίου ως Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, αναγνωρίζοντας την σημασία των οικοσυστημάτων στην επιβίωση του πλανήτη, κανείς δεν φανταζόταν πως θα εξελισσόταν σε Ημέρα Μνήμης.

Τα τελευταία 70 χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζει το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP), ο πληθυσμός έχει τριπλασιαστεί, ενώ η κατανάλωση νερού έχει 6πλασιαστεί κατά παράλογο τρόπο. Σήμερα, το 90% των πηγών της τροφής προέρχεται από 15 σιτηρά, τα οποία καλύπτουν και τις ανάγκες των 2/3 της Γης.

Το 2100 η στάθμη της θάλασσας θα ανέβει περίπου μισό μέτρο. Η υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας αλλά και οι πλημμύρες που αναμένονται από την αύξηση της στάθμης των υδάτων θα οδηγήσει σε μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών στις πιο ασφαλείς περιοχές του πλανήτη, με αποτέλεσμα την ερήμωση ολόκληρων χωρών.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν τους κυριότερους λόγους, για τους οποίους θα πρέπει να σταματήσουμε την κακοποίηση του πλανήτη και τις καταστροφικές μας συνήθειες. Ένας νέος τρόπος ζωής που θα πρέπει να υιοθετηθεί και για τις 365 μέρες του χρόνου.

Η Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος αποτελεί προσωπική πρόσκληση και πρόκληση για τον καθένα μας, για να συμβάλλουμε στην προστασία του πλανήτη και να μας παροτρύνει να αναλογιστούμε την καθημερινή μας επίδραση στη γη. Να δραστηριοποιηθούμε, έτσι ώστε να βελτιώσουμε τη συμπεριφορά μας απέναντι στο περιβάλλον και στον φυσικό κόσμο. Να γνωρίσουμε εν τέλει το περιβάλλον του τόπου μας και να το αγαπήσουμε. Η μέρα του περιβάλλοντος μας καλεί να σκεφτούμε τοπικά και να δράσουμε παγκόσμια.

Ωστόσο, ελάχιστοι από εμάς έχουμε επίγνωση της κατάστασης και ακόμα πιο λίγοι αντιμετωπίζουμε την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος ως τρόπο ζωής! «Κάθε χρόνο σε τροπικά δάση, όπως στον Αμαζόνιο καταστρέφονται 10 ή 20 “Πελοπόννησοι”. Καταλαβαίνεις λοιπόν το μέγεθος της καταστροφής και των επιπτώσεων που αυτή φέρει στον πλανήτη, αλλά και στις ζωές μας γενικότερα!», αναφέρει ο κ. Νίκος Γεωργιάδης, δασολόγος και υπεύθυνος δασικών προγραμμάτων της WWF. Ο ίδιος τονίζει πως κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει τις καταστροφικές πυρκαγιές του περασμένου Αυγούστου, όχι μόνο γιατί περιοχές φυσικού πλούτου -πλέον- δεν υπάρχουν, αλλά γιατί όλα όσα συνέβησαν στα Βαλκάνια πέρυσι, βλέποντάς τα αθροιστικά, έχουν έμμεσες συνέπειες σε όλο το οικοσύστημα του πλανήτη μας.

Σύμφωνα, μάλιστα, με όσα αναφέρει η WWF στον Οικολογικό Απολογισμό (Σεπτέμβριος 2007) των καταστροφικών πυρκαγιών του Αυγούστου 2007 στην Πελοπόννησο, οι δασικές πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού καταγράφηκαν ως οι πιο καταστροφικές των τελευταίων δεκαετιών, όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και ευρύτερα σε Ευρωπαϊκό. Το σύνολο των καμένων εκτάσεων ξεπέρασε τα 2,5 εκατομμύρια στρέμματα, εκ των οποίων τα 301.320 στρέμματα αφορούν προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000. Για πρώτη -μάλιστα- φορά, οι καταστροφές επεκτάθηκαν πολύ πέρα από τα δάση και τις αγροτικές καλλιέργειες και έπληξαν σοβαρά οικισμούς και υποδομές. Το ιδιαίτερο, όμως, στοιχείο της ανθρώπινης τραγωδίας με 67 νεκρούς και χιλιάδες άστεγους και οικονομικά πληγέντες έδωσε μια πραγματικά τρομακτική διάσταση στη φετινή καταστροφή.

Τα ακόλουθα στοιχεία που μας παραχώρησε ο κ. Νίκος Γεωργιάδης καταγράφουν το μέγεθος της καταστροφής:



Δορυφορική εικόνα της Πελοποννήσου, όπου με γκρι εμφανίζονται οι καμένες περιοχές
και με κόκκινο τα δάση:



«Ήταν μια πραγματικά μεγάλη καταστροφή και μάλιστα κάηκαν δάση που δύσκολα μπορούν να αναγεννηθούν. Κάποια κομμάτια του δάσους της Φολόης, κάποια του Μαινάλου, του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα, χωρίς την ανθρώπινη βοήθεια, δύσκολα μπορούν να γεννηθούν ξανά. Ήδη σε επισκέψεις που έχουμε κάνει επαναληπτικά, η αναγέννηση ειδών όπως η χαλέπια πεύκη, δρυς, πουρνάρια, κλπ., είναι δυνατή. Αργά, αλλά σταθερά, θα γεννηθούν ξανά, με την προϋπόθεση ότι δεν θα τα ενοχλήσουν πάλι για τα επόμενα χρόνια, δεν θα υπάρξει δηλαδή παρόμοια επιχείρηση καταστροφής ξανά. Γενικά, όμως, ήταν μια τεράστια καταστροφή, που στη δικιά μας πορεία στο χώρο δεν έχουμε δει ποτέ πριν, η οποία πέρα από την φυσική καταστροφή είχε και πολλές κοινωνικές επιπτώσεις και προεκτάσεις, το μέγεθος των οποίων κανείς δεν μπορεί να μετρήσει, ούτε εμείς ως οικολογική οργάνωση, ούτε κανείς άλλος με οποιονδήποτε τρόπο! Η φύση, ωστόσο, θα βρει τον δρόμο της και με άμεση βοήθεια όπου χρειαστεί.», τονίζει ο κ. Νίκος Γεωργιάδης και συνεχίζει: «Δεν μπορώ να μην αναφέρω την μεγάλη ζημιά που σημειώθηκε στην πανίδα των περιοχών αυτών, γιατί περιορίστηκαν βιότοποι πολλών ειδών, όπως του τσακαλιού που είναι προστατευόμενο είδος, σε πολύ μικρές νησίδες, ουσιαστικά αποκομμένες από τις υπόλοιπες πράσινες, δασικές εκτάσεις. Επίσης, τα αργά ζώα, όπως οι χελώνες, τα ερπετά, κλπ., σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τους θεωρούνται πλέον εξαφανισμένα από τις περιοχές, οι οποίες κάηκαν. Επαναλαμβάνω όμως, ότι η φύση είναι τόσο δυνατή που αν την αφήσει ο άνθρωπος, θα μπορέσει να βρει και πάλι τους ρυθμούς της».

Συνολικά εκτιμάται ότι κάηκαν 975.180 στρέμματα φυσικής φυτοκάλυψης, εκ των οποίων τα 768.544 στρέμματα (78,8%) δεν εντάσσονται στο σύστημα προστατευόμενων περιοχών Natura.

Η αναγέννηση των περιοχών αυτών δεν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία, στον βαθμό βεβαίως που αυτές θα προστατευτούν επαρκώς από οικολογικά ασύμβατες αλλαγές χρήσεων γης, καθώς αυτού του τύπου η μεσογειακή βλάστηση έχει αναπτύξει μηχανισμούς προσαρμογής και ταχείας αποκατάστασης της ισορροπίας του οικοσυστήματος. Για τις περισσότερες περιοχές εκτιμάται ότι δεν θα απαιτηθούν μαζικές αναδασώσεις, με την εξαίρεση περιοχών που είχαν καεί ξανά στο πρόσφατο παρελθόν, καθώς και των εκτάσεων με ελάτη ή μαύρη πεύκη, ειδών που παρουσιάζουν δυσκολία στη φυσική αναγέννηση.

Η μεγάλη έκταση των περιοχών που κάηκαν είναι ένας επιπλέον παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ιδιαίτερα όσον αφορά τις άκαυτες νησίδες βλάστησης, αλλά και τις περιοχές με φυσική βλάστηση περιμετρικά των καμένων εκτάσεων. Οι ζώνες αυτές θα αποτελέσουν την πηγή επανεποικισμού των πυρόπληκτων περιοχών με είδη πανίδας και χλωρίδας, οπότε θα πρέπει να ληφθούν ιδιαίτερα μέτρα για την προστασία και διαχείρισή τους. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί, επίσης, στο ζήτημα της βόσκησης, ενώ την ίδια στιγμή επιβάλλεται να ληφθεί μέριμνα για αυστηρό έλεγχο της θήρας, έτσι ώστε να προστατευτούν τα μέρη, όπου έχουν καταφύγει τα είδη της άγριας πανίδας και να διασφαλιστεί η διατήρησή τους.

Παράλληλα, το μωσαϊκό των χρήσεων γης και της βλάστησης σε πολλές από τις πυρόπληκτες περιοχές αποτελούσε ένα ακόμη σαφές πλεονέκτημα για τη βιοποικιλότητα. Η διατήρησή του θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε οποιοδήποτε σχέδιο αποκατάστασης των πυρόπληκτων περιοχών.

Μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους, όμως, προκαλεί σοβαρά προβλήματα και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων των περιοχών αυτών. Η ζημιά στο τοπίο της περιοχής είναι ανυπολόγιστη, ενώ η καταστροφή της φυσικής κάλυψης αναμένεται να συνοδευτεί από την απορύθμιση του εδαφικού και υδατικού ισοζυγίου και τελικά από πλημμύρες, οι οποίες θα προκαλέσουν με βεβαιότητα και άλλες έμμεσες καταστροφές.

Αυτονόητη, επίσης, είναι και η ζημιά που προκλήθηκε στο ζωικό κεφάλαιο, άμεσα, με τον θάνατο χιλιάδων ζώων και έμμεσα, με τη βραχυπρόθεσμη έλλειψη βοσκήσιμης ύλης για το επόμενο χρονικό διάστημα.

Σε ότι αφορά τις αγροτικές περιοχές που επλήγησαν (781.043 στρέμματα αγροτικής γης), πιο σημαντικές όλων είναι οι ζημιές στους εκτεταμένους ελαιώνες της περιοχής. Σημειώνεται, ότι σύμφωνα με τις πρώτες διαθέσιμες πληροφορίες, μόνο στην Ηλεία καταστράφηκε το 50% του δυναμικού ελαιοπαραγωγής, ενώ σημαντικές είναι και οι απώλειες στον τομέα αυτόν από τις ζημιές στον Κάμπο της Κυνουρίας. Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις του WWF Ελλάς, μετά από αυτοψίες στην Πελοπόννησο διαπιστώθηκαν και αρκετά εκτεταμένες -αν και μικρότερης οικονομικής σημασίας- ζημιές σε αμπέλια ενώ σημαντικά μικρότερης σημασίας είναι οι ζημιές στις αροτραίες εκτάσεις και τα κηπευτικά.

Ο κλάδος της κτηνοτροφίας επλήγη επίσης σοβαρά. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για τεράστιες απώλειες σε ζωικό κεφάλαιο που συμπληρώνονται και από τις καταστροφές σχετικών υποδομών, όπως οι στάβλοι. Σε επόμενη φάση, η κτηνοτροφία της περιοχής μπορεί να δεχτεί επίσης ισχυρά πλήγματα από τις σχετικές απαγορεύσεις της βόσκησης, εάν αυτές δεν αποφασιστούν και με γνώμονα τη διατήρηση του κλάδου στην περιοχή.

Τέλος, ολοκληρώνοντας την αναφορά στις επιπτώσεις στο παραγωγικό δυναμικό, πρέπει οπωσδήποτε κανείς να αναφερθεί στις επιπτώσεις στον τουρισμό. Αυτές αναμένεται να είναι σημαντικές, καθώς σημειώθηκε σοβαρό πλήγμα στο οικιστικό κεφάλαιο, το οποίο αποτελούσε πόλο έλξης επισκεπτών, και στα λοιπά τουριστικά αξιοθέατα της περιοχής. Για το μέλλον, υπάρχει φόβος για επέκταση αυτής της υποβάθμισης του τουριστικού προϊόντος, σε περίπτωση άναρχης χωροθέτησης αναπτυξιακών επενδύσεων και παρεμβάσεων.



«Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από τη μανία της πύρινης λαίλαπας του περασμένου Αυγούστου στον δήμο Αλιφείρας ήταν ολοκληρωτική, σε όλα τα δημοτικά διαμερίσματα και σε όλους τους οικισμούς. Η διατύπωση της καταστροφής αυτής με την έκφραση “βιβλική καταστροφή”, θα απέδιδε την πραγματικότητα! Αυτό σημαίνει πλήρη ανατροπή της ισορροπίας του οικοσυστήματος, μέχρι αυτό να αναγεννηθεί, αφού έχει καταστραφεί το 100% του καλλιεργήσιμου φυτικού κεφαλαίου και το 90% του δασικού. Η αναγέννηση στην περιοχή μας είναι αυτοφυής, γίνεται δηλαδή από την ίδια τη φύση. Αλλά απαιτείται χρόνος για να επουλωθούν οι πληγές και να επανέλθει στην πριν από τις πυρκαγιές κατάσταση. Για να γίνει όμως αυτό αποτελεσματικά και σε σύντομο χρόνο, απαιτείται να τηρήσουμε εμείς οι πολίτες τα αυστηρά προβλεπόμενα από την ελληνική νομοθεσία μέτρα, δηλαδή να μην χρησιμοποιηθούν ως βοσκότοποι για μια 5ετία οι κατεστραμμένες εκτάσεις. Μόνο μια τέτοια υπεύθυνη αντιμετώπιση από την πλευρά των κατοίκων θα δώσει την δυνατότητα στη φύση να εκτελέσει την ευεργετική αποστολή της στο ζωικό κεφάλαιο και ειδικότερα στη δημιουργία καλύτερης ποιότητας ζωής στον άνθρωπο», υπογραμμίζει ο δήμαρχος Αλιφείρας, κ. Δήμος Γεωργακόπουλος.

Την ίδια άποψη φαίνεται να έχει και ο κ. Πανταζής Χρονόπουλος, δήμαρχος της Ζαχάρως, περιοχή που δέχτηκε την μεγαλύτερη ίσως καταστροφή, αλλά και το ισχυρότερο πλήγμα, καθώς έχασε πολλούς δικούς της ανθρώπους. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η καταστροφή στην χλωρίδα και την πανίδα ήταν ολοκληρωτική για τον δήμο της περιοχής μας και για να επανέλθει ξανά χρειάζεται αναμφίβολα την βοήθεια του ανθρώπου. Σίγουρα, η φύση είναι δυνατή και μπορεί να επανέλθει μόνη της, χρειάζεται όμως και την στήριξη του ανθρώπου. Υπάρχουν μέτρα από την κυβέρνηση, τα οποία οφείλουμε να εφαρμόσουμε, αν θέλουμε να δούμε την φύση να γεννιέται ξανά. Και ας μην ξεχνάμε, ότι οι πυρκαγιές αποτέλεσαν τεράστια καταστροφή, όχι μόνο για τον τόπο μας και την χώρα μας, αλλά γενικότερα για το οικοσύστημα ολόκληρου του πλανήτη».

Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησε ο υπεύθυνος δασικών προγραμμάτων της WWF, κ. Νίκος Γεωργιάδης, βάσει της απογραφής των πληθυσμών του τσακαλιού που εκπόνησε το 2004 το WWF Ελλάς και του Σχέδιου Δράσης για τη διατήρηση του τσακαλιού στην Ελλάδα, οι πυρκαγιές στην Πελοπόννησο φαίνεται να έχουν επηρεάσει σημαντικά τις εναπομείνασες ομάδες τσακαλιών. Σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να έχουν πληγεί άμεσα περιοχές εξάπλωσής τους (πχ. Ταΰγετος), ενώ σε άλλες, παρά το γεγονός ότι τα ενδιαιτήματα των ομάδων μπορεί να έχουν σωθεί, έχει καταστραφεί ο ευρύτερος χώρος εξάπλωσής τους και τελικά η τροφή τους. Επιπλέον, οι φωτιές αναμένεται να επιδεινώσουν την απομόνωση των διαφόρων ομάδων με αρνητικά αποτελέσματα για την μελλοντική τους διατήρηση και προστασία.

Επιπλέον, η Πελοπόννησος είναι μια περιοχή με υψηλό βαθμό ενδημισμού, κυρίως όσον αφορά τα φυτά στους μεγάλους ορεινούς όγκους. Ιδιαίτερα ο Ταΰγετος, αποτελεί την περιοχή της νότιας Ελλάδας με τον μεγαλύτερο ενδημισμό, ενώ τόσο ο Ταΰγετος όσο και ο Πάρνωνας αποτελούν το νοτιότερο άκρο εξάπλωσης για πολλά ευρωπαϊκά είδη, τα περισσότερα από τα οποία απαντώνται σε δασικά οικοσυστήματα. Επίσης τα 4 από τα 5 ενδημικά είδη σαυρών που συναντώνται στην Πελοπόννησο, εξαπλώνονται και σε περιοχές που κάηκαν.

Όσον αφορά τα ενδημικά φυτά, δεν αναμένονται σοβαρές επιπτώσεις ή εξαφανίσεις, καθώς τα περισσότερα σπάνια ενδημικά εντοπίζονται σε μεγάλα υψόμετρα με αλπική και χασμοφυτική βλάστηση, που δεν επηρεάστηκαν σημαντικά από τη πυρκαγιά.

Για τα ενδημικά είδη πανίδας, οι επιπτώσεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες. Η απόκρισή τους άλλωστε εξαρτάται από τη δυνατότητα διαφυγής που διαθέτουν, αλλά και από τα καταφύγια που χρησιμοποιούν. Δεν αναμένονται πάντως άμεσες εξαφανίσεις ειδών, καθώς τα περισσότερα ενδημικά απαντώνται και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, που δεν καταστράφηκαν από τις πυρκαγιές.

Όσον αφορά τη χλωρίδα, δεν αναμένεται να εξαφανιστούν είδη, αν και η βλάστησή τους θα ακολουθήσει τη φυσική διαδοχή της βλάστησης μετά από πυρκαγιές. Πιο συγκεκριμένα, τα επόμενα χρόνια οι καμένες δασικές εκτάσεις αναμένεται να καλυφθούν από ποικίλη και πλούσια βλάστηση από ετήσια και βολβώδη φυτά, ανάμεσά τους και πολλές ορχιδέες, δημιουργώντας εκτεταμένους βιότοπους ανοιχτού τύπου. Η βλάστηση αυτή θα αποτελείται είτε από φυτά που διαθέτουν μηχανισμούς, οι οποίοι τους επιτρέπουν να αντιμετωπίσουν μια πυρκαγιά (πρεμνοβλαστήσεις, ριζοβλαστήσεις, βολβώδεις ρίζες, σκληρά σπέρματα, εδαφικές τράπεζες), από επανεποίκιση από γειτονικές άκαυτες περιοχές, αλλά και από μεταφορά σπόρων από πουλιά, άλλα ζώα ή και τον αέρα. Η σύντομη εμφάνιση της βλάστησης είναι σημαντική, όχι μόνο για τη βιοποικιλότητα, αλλά και για άλλους παράγοντες του οικοσυστήματος, όπως είναι για παράδειγμα η συγκράτηση του εδάφους. Σταδιακά, θα εμφανιστεί θαμνώδης βλάστηση (πχ. είδη Cistus), η οποία με τη σειρά της θα αντικατασταθεί από την αναγέννηση των δασικών ειδών, όπου οι συνθήκες το επιτρέψουν. Η διαδικασία θα είναι μεν αργή, αλλά τελικά η καλή κατάσταση των οικοσυστημάτων θα αποκατασταθεί εφόσον δεν διαταραχτεί.

Στις περιοχές με μακία βλάστηση η αποκατάσταση της βλάστησης αναμένεται να είναι πολύ ταχύτερη, καθώς τα περισσότερα είδη διαθέτουν καλά ανεπτυγμένες μεταπυρικές προσαρμογές και φυτρώνουν ή αναβλασταίνουν πολύ σύντομα.

Οι πυρκαγιές επηρεάζουν άμεσα την πανίδα μια περιοχής, καθώς υπάρχουν κατηγορίες ζώων που πλήττονται ανεπανόρθωτα και σχεδόν εξαφανίζονται. Αυτά είναι τα είδη που δεν διαθέτουν καλούς μηχανισμούς διαφυγής (πχ. να είναι γρήγορα, να πετάνε, ή να βρίσκουν καταφύγιο βαθιά στο έδαφος), με αποτέλεσμα έως και εξαφανίσεις τοπικών πληθυσμών. Αυτό συμβαίνει με πολλά αρθρόποδα (έντομα, αράχνες, κλπ.), τις χερσαίες χελώνες οι οποίες καίγονται σχεδόν όλες, αλλά σε μεγάλο βαθμό και άλλα ερπετά -ιδιαίτερα φίδια και σαύρες που βρίσκουν καταφύγιο στη βλάστηση- αλλά και με πολλές ομάδες θηλαστικών που δεν έχουν βαθειά καταφύγια όπως τρωκτικά, εντομοφάγα, σκαντζόχοιροι, πολλά είδη νυχτερίδων, και κάποια σαρκοφάγα. Οι επιπτώσεις επιδεινώνονται ακόμη περισσότερο, καθώς σε μεγάλο βαθμό τα ζώα εξαρτώνται από τον τύπο και την πυκνότητα της βλάστησης σε μια περιοχή προκειμένου να τραφούν, να βρουν καταφύγιο, κλπ.. Συνεπώς, η -έστω προσωρινή- απώλεια της βλάστησης μετά από μια πυρκαγιά μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις στους πληθυσμούς της πανίδας.

Σε κάθε περίπτωση, η δυναμική και το μέγεθος των τοπικών πληθυσμών θα επηρεαστεί, όπως και η σύνθεση των ειδών, ακολουθώντας και τη διαδοχή της βλάστησης. Το πρώτο διάστημα μετά τις πυρκαγιές αναμένεται να ευνοηθούν τα είδη των ανοιχτών βιοτόπων, ενώ θα μειωθούν τα δασόβια. Οι βιοκοινότητες θα αρχίσουν να προσεγγίζουν τα προ πυρκαγιάς ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά σε περίπου 5 δεκαετίες.

Σημαντικότερο, πάντως, ρόλο στην διατήρηση της πανίδας θα παίξει τελικά η δυνατότητα επανεποικισμού των καμένων περιοχών, είτε από άκαυτες νησίδες, είτε από τις γειτονικές περιοχές.



Αναμφίβολα, αν και βραχυπρόθεσμα, οι επιπτώσεις από τις πυρκαγιές μπορεί να είναι σημαντικές, μακροπρόθεσμα η διατήρηση της πανίδας και της χλωρίδας εξαρτάται από την καλή κατάσταση διατήρησης των γειτονικών άκαυτων περιοχών, από το αν η φυσική βλάστηση θα αφεθεί να ανακάμψει, αλλά και από τη διατήρηση των υφιστάμενων χρήσεων γης. Η διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (βόσκηση, κυνήγι) και η διαχείριση των πόρων (πχ. υδάτινοι πόροι και λεκάνες απορροής) είναι επιπλέον σημαντικοί παράγοντες.

Οι περιοχές που κάηκαν ανήκουν στα 3 υδατικά διαμερίσματα της Πελοποννήσου (Δυτική, Βόρεια και Ανατολική) και στις λεκάνες απορροής των ποταμών Αλφειού, Νέδα, Λάδωνα, Πηνειού Ηλείας, Ευρώτα, και των υπορευμάτων Σελινούντα και Βουραϊκού. Τα τρία αυτά υδατικά διαμερίσματα συνδέονται μεταξύ τους σε επίπεδο υπόγειων υδροφορέων.

Οι επιπτώσεις από τις πυρκαγιές συνδέονται με αλλαγές στα υδρολογικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής, ιδιαίτερα όσον αφορά την αυξημένη παροχή και ροή του νερού και των φερτών υλικών. Οι αλλαγές στην υδρολογία συνδέονται με τη μείωση της δυνατότητας διήθησης του νερού στο έδαφος, την αύξηση της επιφανειακής απορροής (έως και 30%), αλλαγές στην εξατμισοδιαπνοή, φαινόμενα που συνδέονται άμεσα με τη μειωμένη φυτοκάλυψη. Οι κόμες των δένδρων και η βλάστηση γενικότερα λειτουργούν ως ένα πρώτο εμπόδιο που μετριάζει την ορμή του νερού, ενώ παράλληλα απορροφούν και μέρος της ποσότητας που πέφτει. Νερό απορροφά και το ριζικό σύστημα των φυτών, το οποίο επιπλέον επιδρά θετικά και στη διήθηση των κατακρημνισμάτων, αφού διασωληνώνει το έδαφος.

Παράλληλα, οι πυρκαγιές επιδρούν έμμεσα, αλλά εξίσου σημαντικά, στην υδρολογία μιας λεκάνης αλλάζοντας τη δομή του εδάφους, και αυξάνοντας το ρυθμό διάβρωσης. Τα παραπάνω συνδέονται, επίσης, και με αυξημένη πιθανότητα αλλά και συχνότητα πλημμυρικών φαινομένων αλλά και μείωση του χρόνου που απαιτείται ως το μέγιστο της πλημμυρικής παροχής. Οι επιπτώσεις εξαρτώνται βέβαια από τον τύπο και την έκταση της πυρκαγιάς, τον τύπο του εδάφους, τη βλάστηση που καταστράφηκε, την τοπογραφία της λεκάνης, το ποσοστό της λεκάνης απορροής που έχει επηρεαστεί από την πυρκαγιά και τον χρόνο που έχει περάσει, καθώς αυτά είναι δυναμικά φαινόμενα που εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου.

Καταστρεπτικές και εκτεταμένες φωτιές, όπως αυτές της Πελοποννήσου, έχουν γενικά εντονότερα αποτελέσματα, ενώ και τα προβλήματα από πλημμύρες αναμένονται προφανώς εντονότερα στα κατάντη και κυρίως στις λεκάνες όπου καταστράφηκαν οι ανάντη, ορεινές περιοχές. Τα φαινόμενα πλημμυρών, διάβρωσης, κλπ., είναι εντονότερα σε μικρές λεκάνες απορροής. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι τα φαινόμενα εντείνονται και οι δευτερογενείς ζημιές αυξάνονται στις λεκάνες, όπου η φυσική παρόχθια βλάστηση είχε ήδη υποστεί υποβάθμιση από ανθρώπινες δραστηριότητες.

Αλλαγές αναμένονται και στην ποιότητα των υδάτων στις λεκάνες απορροής που επλήγησαν από τις πυρκαγιές, με κυριότερο παράγοντα την αύξηση των φερτών αλλά και των διαλυτών υλικών, αποτέλεσμα της διάβρωσης αλλά και της καύσης του οργανικού φορτίου του εδάφους. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η ρύπανση και γενικότερα οι αλλαγές στην ποιότητα των υδάτων συνδέονται άμεσα με τις υφιστάμενες ανθρώπινες δραστηριότητες. Συνεπώς, η ποιότητα των υδάτων θα επηρεαστεί και ως αποτέλεσμα των αλλαγών σε αυτές τις δραστηριότητες και πιθανά και των πηγών ρύπανσης.

Χωρίς την βλάστηση, εκτός από την αύξηση της έντασης και της ποσότητας της επιφανειακής απορροής του νερού, χάνεται και η δυνατότητα διήθησης αυτού ενώ ταυτόχρονα προκαλείται διάβρωση του εδάφους. Έτσι, όχι μόνο το νερό δεν συγκρατείται, αλλά παρασύρει μαζί του και φερτά υλικά απογυμνώνοντας το έδαφος ιδιαίτερα σε περιοχές με έντονες κλίσεις.

Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι και το ίδιο το έδαφος, επιφανειακά, καίγεται. Όταν καίγεται το έδαφος υφίσταται πολλαπλές πιέσεις. Η πυρκαγιά καταστρέφει οργανικές ουσίες του εδάφους, με συνέπεια να γίνεται υδρόφοβο και έτσι το νερό ρέει επιφανειακά σε αυτό, όπως ρέει πάνω σε γυαλί.

Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι ο κατακερματισμός του εδάφους και η παράσυρσή του στις κοίτες των ρεμάτων, αλλά και στις περιοχές προς τα κατάντη. Οι θραύσεις στο έδαφος, τα μικρά σπασίματα, που είναι χαρακτηριστικό του εδάφους της Πελοποννήσου, αναμένεται να μεγαλώσουν. Η σημαντικότερη αρνητική παράμετρος πάντως, αναμένεται να είναι η απώλεια του εδάφους σε περιοχές με μεγάλη κλίση και αυτό, γιατί το έδαφος αποτελεί το φυτευτικό υπόβαθρο. Χωρίς αυτό, λοιπόν, δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη ενός οικοσυστήματος.

Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στο μικροκλίμα της περιοχής, για το οποίο ο κ. Νίκος Γεωργιάδης μας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε και είναι ήδη εμφανές, είναι ότι το κλίμα της Δυτικής Πελοποννήσου και γενικά των περιοχών που επλήγησαν από τις καταστροφικές πυρκαγιές του περασμένου Αυγούστου, έχει επηρεαστεί. Οι θερμοκρασίες δεν είναι πια ίδιες με τις θερμοκρασίες που υπήρχαν πριν τις φωτιές. Επίσης, δεν υπάρχουν οι ίδιες ικανότητες συγκράτησης υδάτων, ενώ παρατηρείται πολλή υγρασία. Αυτές είναι μόνο λίγες από τις πάμπολλες επιπτώσεις στο μικροκλίμα της περιοχής». Σε μια σύντομη μόνο αναφορά, βασισμένη στα στοιχεία που μας παραχώρησε ο υπεύθυνος δασικών προγραμμάτων του WWF Ελλάς, στις καταστροφές που δέχτηκε η Πελοπόννησος το περασμένο καλοκαίρι διαφαίνεται το πλήγμα, όχι μόνο στο περιβάλλον, στην φύση, αλλά και στους ανθρώπους που κατοικούν στις περιοχές αυτές. Και δεν αναφερόμαστε στον άδικο χαμό συνανθρώπων μας, για τον οποίο όλοι λυπούμαστε και αποτελεί κάτι που δεν θα ξεχάσει κανείς μας όσα χρόνια κι αν περάσουν! Αναφερόμαστε όμως, στο γεγονός ότι ο,τιδήποτε επηρεάζει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και εμείς, το ίδιο ακριβώς επηρεάζει και εμάς. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι περισσότερη ανάγκη έχει εκείνος το περιβάλλον, παρά το περιβάλλον τον άνθρωπο. Η φύση μπορεί να αναπτύσσεται μόνη της, να ζει μόνη της, μόνο όμως αν εμείς την διαφυλάσσουμε και την προστατεύουμε, κυρίως για την δική μας υγεία και για έναν πιο ιδανικό τρόπο ζωής.

Εκείνο που επίσης δεν γνωρίζουμε, είναι ότι οφείλουμε να ξαναβρούμε την ανθρωπιστική και πολιτιστική διάσταση της ανάπτυξης, να αναπτύξουμε μια οικολογική παγκόσμια θεώρηση και να ξανασυνδεθούμε με το φυσικό κόσμο. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε μια περιβαλλοντική ηθική για τον 21ο αιώνα, που να βασίζεται στην ισοτιμία, στη δικαιοσύνη και στο σεβασμό στη φύση. Οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε και να συνεργαστούμε. Οφείλουμε μέσα από την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση της νέας γενιάς να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Οφείλουμε να σεβόμαστε, να αγαπάμε και να προστατεύουμε τον χώρο μέσα στον οποίο βιώνουμε και ο οποίος μας δίνει ζωή! Αυτό, αποτελεί υποχρέωση όλων μας τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.



Η Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος πρέπει να αποτελεί γιορτή και όχι ημέρα μνήμης. Κάθε χρόνο, στις 5 Ιουνίου, πρέπει να χαιρόμαστε για 1 χρόνο περισσότερων προσπαθειών από μέρους μας για την προστασία και σωτηρία του περιβάλλοντος και όχι για το «σπάσιμο» ενός ακόμα κρίκου στην αλυσίδα του οικοσυστήματός μας!

~~~*~~~*~~~


~ Ευχαριστώ προσωπικά τον δήμαρχο Κρεστένων (Σκιλλούντος) κ. Σάκη Μπαλιούκο, Αλιφείρας κ. Δήμο Γεωργακόπουλο και Ζαχάρως κ. Πανταζή Χρονόπουλο, για την διάθεσή τους να συνομιλήσουν μαζί μου (μιας και η επίσκεψη στον τόπο μου και προσωπική συνάντηση μαζί τους ήταν αδύνατη) και να καταθέσουν την άποψή τους, καθώς και τον δασολόγο-υπεύθυνο δασικών προγραμμάτων της WWF, κ. Νίκο Γεωργιάδη, τόσο για την προσωπική του άποψη επί του θέματος, όσο και για τα στοιχεία που μου παραχώρησε.

~ Τα στοιχεία που παρατίθενται στο παρόν ρεπορτάζ, προέρχονται από τον Οικολογικό Απολογισμό του WWF Ελλάς (Σεπτέμβριος 2007) των καταστροφικών πυρκαγιών του Αυγούστου 2007 στην Πελοπόννησο.

~ Οι φωτογραφίες αποτελούν υλικό από προσωπικό αρχείο, με τίτλο «Βουνό Λαπίθας-Καταστροφική Πυρκαγιά-Αύγουστος 2007» και τραβήχτηκαν στις περιοχές του Ν. Ηλείας που επλήγησαν από τις φωτιές τις ημέρες εκείνες (24 έως 28 - Αυγούστου - 2007).

~~~*~~~*~~~